-
1 καινόω
καινόω, neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσϑαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῠν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.
-
2 καινοω
1) обновлять, изменять2) впервые вводить в употребление, торжественно открывать(οἴκημα ὑπόγαιον Her.)
-
3 καινόω
A make new, change,τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4
; of language, D.H.Th.21:—[voice] Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156.II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100.
См. также в других словарях:
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek